- πολυκέφαλος
- -η, -ο / πολυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ.β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.)νεοελλ.μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα»)αρχ.φρ. «νόμος πολυκέφαλος» — περίφημη μελωδία τού αυλού που αποδιδόταν στην Αθηνά, ήταν απομίμηση τών συριγμών τών φιδιών που υπήρχαν γύρω από το κεφάλι τών Γοργόνων και καθιερώθηκε από τον Απόλλωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. μακρο-κέφαλος].
Dictionary of Greek. 2013.